τριακονταεννεαπλασίων

τριακονταεννεαπλασίων
-άσιον, Α
ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + -πλασίων (< πλάσιος + επίθημα -ίων), πρβλ. πεντα-πλασίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”